συσσωρεύομαι

συσσωρεύομαι
συσσωρεύομαι, συσσωρεύτηκα και συσσωρεύθηκα, συσσωρευμένος βλ. πίν. 20

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αλίζω — (I) ἁλίζω (Α) [ἁλής] Ι ενεργ. 1. συνάγω, συναθροίζω 2. περισυλλέγω τμήματα ενός συνόλου παθ. 1. συγκεντρώνομαι στο ίδιο σημείο, γίνομαι ένα σύνολο, συσσωματώνομαι 2. συμπυκνώνομαι σε μια σφαίρα 3. συσσωρεύομαι, μαζεύομαι. (II) (Α ἁλίζω) (το… …   Dictionary of Greek

  • αμφίκειμαι — ἀμφίκειμαι (Α) [κεῑμαι] 1. κείμαι γύρω ή επάνω σε κάτι 2. συσσωρεύομαι, στιβάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + κεῖμαι] …   Dictionary of Greek

  • αυλίζομαι — (AM αὐλίζομαι και αὐλίζω) 1. διανυκτερεύω 2. στρατοπεδεύω νεοελλ. χρησιμοποιώ κάποιο χώρο ως αυλή μσν. αὐλίζω διαμένω, κατοικώ αρχ. ( ομαι) 1. είμαι, βρίσκομαι στην αυλή ή στη μάντρα 2. (για το αίμα) συσσωρεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυλή, σε… …   Dictionary of Greek

  • εμπορίζομαι — ἐμπορίζομαι (Α) προστίθεμαι ως εφόδιο, συσσωρεύομαι («ὅταν γέρων γέροντι γνώμην διδοῑ, θησαυρὸς ἐπὶ θησαυρὸν ἐμπορίζεται», Μεν.) …   Dictionary of Greek

  • επιβρίθω — ἐπιβρίθω (Α) 1. πέφτω επάνω σε κάτι με όλο μου το βάρος, πιέζω με το βάρος μου 2. (για βροχή) πέφτω ορμητικά («πόντῳ ἐπιβρίσασαι ἄελλαι») 3. (για λοιμό ή άλλο κακό) ενσκήπτω 4. (για πλούτο) συσσωρεύομαι 5. (για πλήθος) συνωθούμαι 7. (για εποχή)… …   Dictionary of Greek

  • επικυλινδώ — ἐπικυλινδῶ, έω (Α) [κυλινδώ] 1. κυλώ κάτι πάνω σε κάποιον («επί τοὺς λοιπούς ἐπεκυλίνδουν πέτρους», Ξεν.) 2. παθ. ἐπικυλινδοῡμαι, έομαι (για τόκους) συσσωρεύομαι 3. παθ. α) εφαρμάζομαι κάπου με περιστροφή, με περιτύλιγμα β) εκφυλίζομαι γ)… …   Dictionary of Greek

  • επιφέρω — (AM ἐπιφέρω) νεοελλ. 1. επενεργώ, επιδρώ για δεύτερη φορά («θα επιφέρουμε τροποποιήσεις στο νομοσχέδιο») 2. αναφέρω συμπληρωματικά, επιλέγω, προσθέτω («επιφέρει παραδείγματα που ενισχύουν τους ισχυρισμούς του») 3. (για επιστολή) μεταφέρω… …   Dictionary of Greek

  • νάσσω — και αττ. τ. νάττω (Α) 1. πατώ με δύναμη, πιέζω, συνθλίβω («ἀμφὶ δὲ γαῑαν ἔναξε», Ομ. Οδ.) 2. γεμίζω κάτι εντελώς («νάττω τὸν θύλακον», Επίκτ.) 3. (το παθ.) νάσσομαι α) συσσωρεύομαι («ἡ κόπρος ἡ νεναγμένη», Ιπποκρ.) β. είμαι γεμάτος («πᾱσα οἰκία… …   Dictionary of Greek

  • προστοιβάζομαι — Μ στοιβάζομαι προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + στοιβάζομαι «συσσωρεύομαι, συμπιέζομαι»] …   Dictionary of Greek

  • στοιβάζω — ΝΜΑ και στοιβιάζω Ν [στοιβή] 1. τοποθετώ ομοειδή πράγματα το ένα πάνω στο άλλο σε επάλληλες σειρές, επισωρεύω (α. «στοιβάζω τα ρούχα» β. «στοιβάχθηκε πολύ χιόνι» γ. «τοῡ τειχίου κεράμοις ἐστοιβασμένου» δ. «στοιβάσουσι ξύλα ἐπὶ τὸ πῡρ», ΠΔ) 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”